- Πρίαπος
- I
Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και η παράστασή του με τονισμένο τον φαλλικό χαρακτήρα. Ο Π. ήταν σύμβολο του σεξουαλικού ενστίκτου και της ανδρικής γενετήσιας δύναμης και κατά συνέπεια της γονιμότητας της φύσης.Πριάπεια. Συλλογή από περίπου 80 κομψά, αλλά άσεμνα λατινικά ποιήματα, που είναι γραμμένα σε διαφορετικά μέτρα και έχουν ως θέμα τον Πρίαπο. Μπορούν να αποδοθούν στους χρόνους του Αυγούστου. Τρία αποδίδονται στον Βιργίλιο.IIΛιμάνι και πόλη στα νότια παράλια της Προποντίδας. Λέγεται πως ιδρύθηκε από Μιλησίους, που της έδωσαν το όνομα του θεού Πρίαπου, επειδή τον λάτρευαν ιδιαίτερα στα μέρη εκείνα. Τον 5o αι. π.Χ., υπήρξε σύμμαχος των Αθηναίων και έκοψε και δικό της νόμισμα.
Ακέφαλο άγαλμα του Πρίαπου, ρωμαϊκής τέχνης, που βρέθηκε στην Τύνιδα (Αρχαιολογικό μουσείο, Σούσα).
Προτομή του θεού Πριάμου.
* * *ο, ΝΜΑ, Πρίεπος και ιων. τ. Πρίηπος Αμυθ. δύσμορφος θεός τής γονιμότητας λατρευόμενος αρχικώς στη Λάμψακο και στις γύρω περιοχές τού Ελλησπόντου, ο οποίος σύμφωνα με τις ελληνικές μυθικές παραδόσεις ήταν γιος τού Διονύσου και τής Αφροδίτης ή κάποιας τοπικής νύμφης και στις παραστάσεις και απεικονίσεις τού οποίου κυριαρχούσε ο υπερμεγέθης φαλλός, που ήταν και το σύμβολό τουαρχ.(ο ιων. τ. στον πληθ. και κυρίως στην ποίηση) Πρίηποιπιθ. οι Σάτυροι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το όνομα τού θεού, όπως και ο ίδιος ο θεός, προέρχεται μάλλον από τη βόρεια περιοχή τής Μικράς Ασίας (πρβλ. και το όν. Πρίαπος μιας πόλης στην Προποντίδα)].
Dictionary of Greek. 2013.